- συγκαθήγισε
- συγκαθαγίζωburn up togetheraor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκαθαγίζω — Α 1. κατακαίω συγχρόνως («κεραυνὸς ἐνσκήψας εἰς τὸν βωμὸν ἐπέφλεξε καὶ συγκαθήγισε τὴν ἱερουργίαν», Πλούτ.) 2. συμμετέχω σε τελετή εξαγνισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθαγίζω «καίω νεκρό σώμα, προσφέρω σε θεό»] … Dictionary of Greek